ολοποιός

ολοποιός
ὁλοποιός, -όν (Μ)
αυτός που δημιουργεί κάτι εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -ποιός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁλοποιός — creating the whole masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοποιόν — ὁλοποιός creating the whole masc/fem acc sg ὁλοποιός creating the whole neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοποιοί — ὁλοποιός creating the whole masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοποιῷ — ὁλοποιός creating the whole masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • ολοποιώ — ὁλοποιῶ, έω (Μ) [ολοποιός] δημιουργώ κάτι εξ ολοκλήρου …   Dictionary of Greek

  • ὁλοποιοῦ — ὁλοποιέω make into a whole pres imperat mp 2nd sg (attic) ὁλοποιέω make into a whole imperf ind mp 2nd sg (attic) ὁλοποιός creating the whole masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”